ὑποπίπτω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ὑποπίπτω < ὑπό + πίπτω

Ρήμα

ὑποπίπτω

  1. πέφτω κάτωκάτω από κάτι άλλο)
  2. (κατ’ επέκταση) υποτάσσομαι, υποκύπτω
  3. (κατ’ επέκταση) υποχωρώ
  4. (μεταφορικά) δειλιάζω, φοβάμαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.