ὑπαρπάσας

Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ὑπαρπάσᾱς ὑπαρπάσᾱσ τὸ ὑπαρπάσᾰν
      γενική τοῦ ὑπαρπάσᾰντος τῆς ὑπαρπασᾱ́σης τοῦ ὑπαρπάσᾰντος
      δοτική τῷ ὑπαρπάσᾰντ τῇ ὑπαρπασᾱ́σ τῷ ὑπαρπάσᾰντ
    αιτιατική τὸν ὑπαρπάσᾰντ τὴν ὑπαρπάσᾱσᾰν τὸ ὑπαρπάσᾰν
     κλητική ! ὑπαρπάσᾱς ὑπαρπάσᾱσ ὑπαρπάσᾰν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ὑπαρπάσᾰντες αἱ ὑπαρπάσᾱσαι τὰ ὑπαρπάσᾰντ
      γενική τῶν ὑπαρπασᾰ́ντων τῶν ὑπαρπασᾱσῶν τῶν ὑπαρπασᾰ́ντων
      δοτική τοῖς ὑπαρπάσᾱσῐ(ν) ταῖς ὑπαρπασᾱ́σαις τοῖς ὑπαρπάσᾱσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς ὑπαρπάσᾰντᾰς τὰς ὑπαρπασᾱ́σᾱς τὰ ὑπαρπάσᾰντ
     κλητική ! ὑπαρπάσᾰντες ὑπαρπάσᾱσαι ὑπαρπάσᾰντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὑπαρπάσᾰντε τὼ ὑπαρπασᾱ́σ τὼ ὑπαρπάσᾰντε
      γεν-δοτ τοῖν ὑπαρπάσᾰ́ντοιν τοῖν ὑπαρπασᾱ́σαιν τοῖν ὑπαρπασᾰ́ντοιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λύσας' όπως «νομίσας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

ὑπαρπάσας, -άσασα, -άσαν

  • ιωνικός τύπος του ὑφαρπάσας: μετοχή ενεργητικού αορίστου (ὑπήρπασα) του ρήματος ὑπαρπάζω
    5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, στη Βικιθήκη
    • 5 (Τερψιχόρη), 50.3
      ὁ δὲ ὑπαρπάσας τὸν ἐπίλοιπον λόγον τὸν ὁ Ἀρισταγόρης ὅρμητο λέγειν περὶ τῆς ὁδοῦ, εἶπε·
      Κι ο άλλος, κόβοντας στη μέση την περιγραφή που ο Αρισταγόρας είχε αρχίσει, του είπε:
      Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greeklanguage.gr
    • 9 (Καλλιόπη), 91.2
      ὁ δὲ ὑπαρπάσας τὸν ἐπίλοιπον λόγον, εἴ τινα ὅρμητο λέγειν ὁ Ἡγησίστρατος, εἶπε·
      κι ο άλλος αρπάζοντας απ᾽ το στόμα του Ηγησιστράτου τη συνέχεια του λόγου, ό,τι κι αν ήταν έτοιμος να πει, είπε:
      Μετάφραση (1995): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greeklanguage.gr

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.