ὑλακή

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὑλακή αἱ ὑλακαί
      γενική τῆς ὑλακῆς τῶν ὑλακῶν
      δοτική τῇ ὑλακ ταῖς ὑλακαῖς
    αιτιατική τὴν ὑλακήν τὰς ὑλακᾱ́ς
     κλητική ! ὑλακή ὑλακαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὑλακᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  ὑλακαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ὑλακή < ὑλάω  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

ῠ̔λᾰκή θηλυκό

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.