ὀρθόθριξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| *ὀρθόθρῐχ- ὀρθότρῐχ- | |||||
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ὀρθόθριξ | οἱ/αἱ | ὀρθότριχες | |
| γενική | τοῦ/τῆς | ὀρθότριχος | τῶν | ὀρθοτρίχων | |
| δοτική | τῷ/τῇ | ὀρθότριχῐ | τοῖς/ταῖς | ὀρθότριξῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ὀρθότριχᾰ | τοὺς/τὰς | ὀρθότριχᾰς | |
| κλητική ὦ! | ὀρθόθριξ | ὀρθότριχες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀρθότριχε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | ὀρθοτρίχοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- ὀρθόθριξ < ὀρθό- + -θριξ
Ουσιαστικό
ὀρθόθριξ αρσενικό ή θηλυκό, σε επιθετική λειτουργία
- που έχει όρθια μαλλιά (συνήθως από φόβο)
- ※ τορὸς γὰρ [Φοῖβος] ὀρθόθριξ δόμων ὀνειρόμαντις (Αισχύλος, Χοηφόροι, 32)
Πηγές
- ὀρθόθριξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.