ὀπάων
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- ὀπάων < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ὀπάων, -ονος αρσενικό ή θηλυκό
- σύντροφος στον πόλεμο, συμπολεμιστής
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 8 (Θ. Θεῶν ἀγορά. Κόλος μάχη.), στίχ. 263 (στίχοι 261-264)
- Τὸν δὲ μετ᾽ Ἀτρεΐδαι, Ἀγαμέμνων καὶ Μενέλαος, | τοῖσι δ᾽ ἐπ᾽ Αἴαντες θοῦριν ἐπιειμένοι ἀλκήν, | τοῖσι δ᾽ ἐπ᾽ Ἰδομενεὺς καὶ ὀπάων Ἰδομενῆος | Μηριόνης, ἀτάλαντος Ἐνυαλίῳ ἀνδρειφόντῃ,
- Κατόπι του εις τον πόλεμον κατέβηκαν οι Ατρείδαι, | οι Αίαντες μ᾽ αδάμαστην ζωσμένοι ανδραγαθίαν, | ο Ιδομενεύς και ο σύντροφος εκείνου Μηριόνης, | φρικτός, ως ο Ενυάλιος·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- Τὸν δὲ μετ᾽ Ἀτρεΐδαι, Ἀγαμέμνων καὶ Μενέλαος, | τοῖσι δ᾽ ἐπ᾽ Αἴαντες θοῦριν ἐπιειμένοι ἀλκήν, | τοῖσι δ᾽ ἐπ᾽ Ἰδομενεὺς καὶ ὀπάων Ἰδομενῆος | Μηριόνης, ἀτάλαντος Ἐνυαλίῳ ἀνδρειφόντῃ,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 8 (Θ. Θεῶν ἀγορά. Κόλος μάχη.), στίχ. 263 (στίχοι 261-264)
- (γενικότερα) ακόλουθος, υπηρέτης
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 17 (Ρ. Μενελάου ἀριστεία.), στίχ. 258 (στίχοι 258-259)
- τὸν δὲ μετ᾽ Ἰδομενεὺς καὶ ὀπάων Ἰδομενῆος, | Μηριόνης, ἀτάλαντος Ἐνυαλίῳ ἀνδρειφόντῃ.
- κατόπιν ο Ιδομενεύς, μ᾽ αυτόν και ο Μηριόνης, | ακόλουθός του, ισόπαλος του ανθρωποφόνου Άρη.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- τὸν δὲ μετ᾽ Ἰδομενεὺς καὶ ὀπάων Ἰδομενῆος, | Μηριόνης, ἀτάλαντος Ἐνυαλίῳ ἀνδρειφόντῃ.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 5 (Τερψιχόρη), 111.3
- εἶπε πρὸς ταῦτα ὁ ὀπέων αὐτοῦ·
- Ο ιπποκόμος τού αποκρίθηκε:
- Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- εἶπε πρὸς ταῦτα ὁ ὀπέων αὐτοῦ·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 17 (Ρ. Μενελάου ἀριστεία.), στίχ. 258 (στίχοι 258-259)
- ιωνικός τύπος : ὀπέων, γεν. ὀπέωνος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ὀπάζω
Πηγές
- ὀπάων - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὀπάων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.