λοιγός
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- λοιγός, ήδη ομηρικό < → λείπει η ετυμολογία
- Συγγενές: λιθουανική ligà (ασθένεια) [1]
Επίθετο
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | λοιγός | τὸ | λοιγόν | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | λοιγοῦ | τοῦ | λοιγοῦ | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | λοιγῷ | τῷ | λοιγῷ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | λοιγόν | τὸ | λοιγόν | ||
| κλητική ὦ! | λοιγέ | λοιγόν | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | λοιγοί | τὰ | λοιγᾰ́ | ||
| γενική | τῶν | λοιγῶν | τῶν | λοιγῶν | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | λοιγοῖς | τοῖς | λοιγοῖς | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | λοιγούς | τὰ | λοιγᾰ́ | ||
| κλητική ὦ! | λοιγοί | λοιγᾰ́ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λοιγώ | τὼ | λοιγώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | λοιγοῖν | τοῖν | λοιγοῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'βοηθός' όπως «βοηθός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
λοιγός. -ός, -όν
- θανατηφόρος, που φέρνει τον όλεθρο, που είναι «λοιγός», επίθετο για τον θεό Άρη
- άλλες μορφές: λοίγιος
Συνώνυμα
- ὀλοθρευτής (ουσιαστικό)
Παράγωγα
- λοιγήεις
- λοίγιος
- λοιγίστρια
Σύνθετα
- ἀθηρηλοιγός
- ἀνθρωπολοιγός
- βροτολοιγός
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | λοιγός | οἱ | λοιγοί |
| γενική | τοῦ | λοιγοῦ | τῶν | λοιγῶν |
| δοτική | τῷ | λοιγῷ | τοῖς | λοιγοῖς |
| αιτιατική | τὸν | λοιγόν | τοὺς | λοιγούς |
| κλητική ὦ! | λοιγέ | λοιγοί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λοιγώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | λοιγοῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
λοιγός αρσενικό
- καταστροφή, βλάβη
- θάνατος (ιδίως από λιμό ή πανούκλα)
Αναφορές
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
- λοιγός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λοιγός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.