ὀκτώπους

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ὀκτώπους τὸ ὀκτώπουν
      γενική τοῦ/τῆς ὀκτώποδος τοῦ ὀκτώποδος
      δοτική τῷ/τῇ ὀκτώπόδ τῷ ὀκτώποδ
    αιτιατική τὸν/τὴν ὀκτώποδ τὸ ὀκτώπουν
     κλητική ! ὀκτώπους ὀκτώπουν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ὀκτώποδες τὰ ὀκτώποδ
      γενική τῶν ὀκτωπόδων τῶν ὀκτωπόδων
      δοτική τοῖς/ταῖς ὀκτώποσῐ(ν) τοῖς ὀκτώποσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ὀκτώποδᾰς τὰ ὀκτώποδ
     κλητική ! ὀκτώποδες ὀκτώποδ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὀκτώποδε τὼ ὀκτώποδε
      γεν-δοτ τοῖν ὀκτωπόδοιν τοῖν ὀκτωπόδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ταχύπους' όπως «ταχύπους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ὀκτώπους < ὀκτώ + -πους

Επίθετο

ὀκτώπους, -ους, -ουν

  1. (ως ουσιαστικό) άλλη μορφή του ὀκτάπους, χταπόδι
  2. που έχει μήκος οκτώ πόδια

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.