ὀκτώπους
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ὀκτώπους | τὸ | ὀκτώπουν | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ὀκτώποδος | τοῦ | ὀκτώποδος | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ὀκτώπόδῐ | τῷ | ὀκτώποδῐ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ὀκτώποδᾰ | τὸ | ὀκτώπουν | ||
| κλητική ὦ! | ὀκτώπους | ὀκτώπουν | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ὀκτώποδες | τὰ | ὀκτώποδᾰ | ||
| γενική | τῶν | ὀκτωπόδων | τῶν | ὀκτωπόδων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ὀκτώποσῐ(ν) | τοῖς | ὀκτώποσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ὀκτώποδᾰς | τὰ | ὀκτώποδᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ὀκτώποδες | ὀκτώποδᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀκτώποδε | τὼ | ὀκτώποδε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ὀκτωπόδοιν | τοῖν | ὀκτωπόδοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ταχύπους' όπως «ταχύπους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ὀκτώπους < ὀκτώ + -πους
Επίθετο
ὀκτώπους, -ους, -ουν
Πηγές
- ὀκτώπους - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὀκτώπους - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.