ἱπποτροφεῖον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | ἱπποτροφεῖον | τὰ | ἱπποτροφεῖᾰ |
| γενική | τοῦ | ἱπποτροφείου | τῶν | ἱπποτροφείων |
| δοτική | τῷ | ἱπποτροφείῳ | τοῖς | ἱπποτροφείοις |
| αιτιατική | τὸ | ἱπποτροφεῖον | τὰ | ἱπποτροφεῖᾰ |
| κλητική ὦ! | ἱπποτροφεῖον | ἱπποτροφεῖᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἱπποτροφείω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἱπποτροφείοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἱπποτροφεῖον < αρχαία ελληνική ἵππος, ἱππο- + -τροφεῖον (< τρέφω)
Συνώνυμα
Πηγές
- ἱπποτροφεῖον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.