ἱπποφόρβιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | ἱπποφόρβιον | τὰ | ἱπποφόρβιᾰ |
| γενική | τοῦ | ἱπποφορβίου | τῶν | ἱπποφορβίων |
| δοτική | τῷ | ἱπποφορβίῳ | τοῖς | ἱπποφορβίοις |
| αιτιατική | τὸ | ἱπποφόρβιον | τὰ | ἱπποφόρβιᾰ |
| κλητική ὦ! | ἱπποφόρβιον | ἱπποφόρβιᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἱπποφορβίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἱπποφορβίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.