ἱερατεύω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἱερατεύω < ἱερεύς + -ευω
Ρήμα
ἱερατεύω
- είμαι ιερέας, είμαι ιέρεια.
- είμαι λειτουργός θεού, ή θεών
Σύνθετα
- καθιερατεύω
Σημειώσεις
- το ρήμα ἱερατεύω απαντάται μόνο σε ενεστώτα και μέλλοντα, οι άλλοι χρόνοι είναι μεταγενέστεροι, αναφέρεται από τον Λουκιανό (1, 8)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.