ἱερακόμορφος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ανάγλυφο του ιερακόμορφου θεού Ώρου της Εντφού

Ετυμολογία

ἱερακόμορφος < ἱέραξ + -μορφος (< μορφή)

Επίθετο

ἱερακόμορφος, -ος, -ον

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.