ἰχθυοτροφεῖον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἰχθυοτροφεῖον τὰ ἰχθυοτροφεῖ
      γενική τοῦ ἰχθυοτροφείου τῶν ἰχθυοτροφείων
      δοτική τῷ ἰχθυοτροφεί τοῖς ἰχθυοτροφείοις
    αιτιατική τὸ ἰχθυοτροφεῖον τὰ ἰχθυοτροφεῖ
     κλητική ! ἰχθυοτροφεῖον ἰχθυοτροφεῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἰχθυοτροφείω
γεν-δοτ τοῖν  ἰχθυοτροφείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἰχθυοτροφεῖον < αρχαία ελληνική ἰχθύς, ἰχθυο- + -τροφεῖον (< τρέφω < ἰχθυοτρόφος

Ουσιαστικό

ἰχθυοτροφεῖον ουδέτερο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.