ἰσογονία

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἰσογονί αἱ ἰσογονίαι
      γενική τῆς ἰσογονίᾱς τῶν ἰσογονιῶν
      δοτική τῇ ἰσογονί ταῖς ἰσογονίαις
    αιτιατική τὴν ἰσογονίᾱν τὰς ἰσογονίᾱς
     κλητική ! ἰσογονί ἰσογονίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἰσογονί
γεν-δοτ τοῖν  ἰσογονίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἰσογονία < ἴσος + γένος.Μορφολογικά αναλύεται σε ἰσο- + -γονία

Ουσιαστικό

ἰσογονία

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.