ἰσασμός

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἰσασμός οἱ ἰσασμοί
      γενική τοῦ ἰσασμοῦ τῶν ἰσασμῶν
      δοτική τῷ ἰσασμ τοῖς ἰσασμοῖς
    αιτιατική τὸν ἰσασμόν τοὺς ἰσασμούς
     κλητική ! ἰσασμέ ἰσασμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἰσασμώ
γεν-δοτ τοῖν  ἰσασμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἰσασμός < αρχαία ελληνική ἰσάζω < ἴσος

Ουσιαστικό

ἰσασμός αρσενικό

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.