ἰσασμός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἰσασμός | οἱ | ἰσασμοί |
| γενική | τοῦ | ἰσασμοῦ | τῶν | ἰσασμῶν |
| δοτική | τῷ | ἰσασμῷ | τοῖς | ἰσασμοῖς |
| αιτιατική | τὸν | ἰσασμόν | τοὺς | ἰσασμούς |
| κλητική ὦ! | ἰσασμέ | ἰσασμοί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἰσασμώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἰσασμοῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἰσασμός < αρχαία ελληνική ἰσάζω < ἴσος
Πηγές
- Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας.
- ἰσασμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.