Ἐλατεύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Ἐλατεύς | οἱ | Ἐλατεῖς | ||||
| γενική | τοῦ | Ἐλατέως | τῶν | Ἐλατέων | ||||
| δοτική | τῷ | Ἐλατεῖ | τοῖς | Ἐλατεῦσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸν | Ἐλατέᾱ | τοὺς | Ἐλατέᾱς | ||||
| κλητική ὦ! | Ἐλατεῦ | Ἐλατεῖς | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἐλατεῖ | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | Ἐλατέοιν | ||||||
| Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς. | ||||||||
| 3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- Ἐλατεύς < αρχαία ελληνική Ἐλάτ(εια) + -εύς
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Ἐλάτεια
Πηγές
- Ἐλατεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.