ἔπηλυς

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ἐπηλῠδ-
ονομαστική / ἔπηλυς τὸ ἔπηλυ
      γενική τοῦ/τῆς ἐπήλυδος τοῦ ἐπήλυδος
      δοτική τῷ/τῇ ἐπήλυδ τῷ ἐπήλυδ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἐπήλυδ τὸ ἔπηλυ
     κλητική ! ἔπηλυς ἔπηλυ
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἐπήλυδες τὰ ἐπήλυδ
      γενική τῶν ἐπηλύδων τῶν ἐπηλύδων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐπήλυσῐ(ν) τοῖς ἐπήλυσι(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐπήλυδᾰς τὰ ἐπήλυδα
     κλητική ! ἐπήλυδες ἐπήλυδα
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐπήλυδε τὼ ἐπήλυδε
      γεν-δοτ τοῖν ἐπηλύδοιν τοῖν ἐπηλύδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔπηλυς' όπως «ἔπηλυς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ἔπηλυς < ἔπ- + -ηλυς  δείτε και τον τύπο ἐπήλυθον

Επίθετο

ἔπηλυς, -ῠς, -ῠ -ῠδος

  1. που έρχεται, που έχει έρθει, φερμένος
  2. νεοεισερχόμενος, ξένος, αλλοδαπός
     δείτε και τη λέξη νέηλυς

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.