ἔπηλυς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ἐπηλῠδ- | ||||||
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἔπηλυς | τὸ | ἔπηλυ | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἐπήλυδος | τοῦ | ἐπήλυδος | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἐπήλυδῐ | τῷ | ἐπήλυδῐ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἐπήλυδᾰ | τὸ | ἔπηλυ | ||
| κλητική ὦ! | ἔπηλυς | ἔπηλυ | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἐπήλυδες | τὰ | ἐπήλυδᾰ | ||
| γενική | τῶν | ἐπηλύδων | τῶν | ἐπηλύδων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἐπήλυσῐ(ν) | τοῖς | ἐπήλυσι(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἐπήλυδᾰς | τὰ | ἐπήλυδα | ||
| κλητική ὦ! | ἐπήλυδες | ἐπήλυδα | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐπήλυδε | τὼ | ἐπήλυδε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐπηλύδοιν | τοῖν | ἐπηλύδοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ἔπηλυς' όπως «ἔπηλυς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ἔπηλυς, -ῠς, -ῠ -ῠδος
- που έρχεται, που έχει έρθει, φερμένος
- νεοεισερχόμενος, ξένος, αλλοδαπός
- → δείτε και τη λέξη νέηλυς
Πηγές
- ἔπηλυς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἔπηλυς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.