ἔξηβος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἔξηβος τὸ ἔξηβον
      γενική τοῦ/τῆς ἐξήβου τοῦ ἐξήβου
      δοτική τῷ/τῇ ἐξήβ τῷ ἐξήβ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἔξηβον τὸ ἔξηβον
     κλητική ! ἔξηβε ἔξηβον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἔξηβοι τὰ ἔξηβ
      γενική τῶν ἐξήβων τῶν ἐξήβων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐξήβοις τοῖς ἐξήβοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐξήβους τὰ ἔξηβ
     κλητική ! ἔξηβοι ἔξηβ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐξήβω τὼ ἐξήβω
      γεν-δοτ τοῖν ἐξήβοιν τοῖν ἐξήβοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ἔξηβος < ἐκ + ἥβη

Επίθετο

ἔξηβος, -ος, -ον

  • (άπαξ λεγόμενον) που έχει περάσει την εφηβική ηλικία
      6ος/5ος πκε αιώνας Αἰσχύλος, Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, στίχ. 11 (10-13)
    ὑμᾶς δὲ χρὴ νῦν, καὶ τὸν ἐλλείποντ᾽ ἔτι | ἥβης ἀκμαίας καὶ τὸν ἔξηβον χρόνῳ, | ὥραν τ᾽ ἔχονθ᾽ ἕκαστον, ὥς τε συμπρεπὲς | βλαστημὸν ἀλδαίνοντα σώματος πολύν,
    Μα τώρα πρέπει εσείς, κι όποιος του λείπει ακόμη | της νιότης του η ακμή, κι ο που έχει πια περάσει, | να βάζει όλο το δρίμωμα της δύναμής του | παίρνοντας πάνω του ο καθείς ό,τι του πέφτει,
    Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greeklanguage.gr
     συνώνυμα: ἐξέφηβος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.