ἔνορχος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἔνορχος τὸ ἔνορχον
      γενική τοῦ/τῆς ἐνόρχου τοῦ ἐνόρχου
      δοτική τῷ/τῇ ἐνόρχ τῷ ἐνόρχ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἔνορχον τὸ ἔνορχον
     κλητική ! ἔνορχε ἔνορχον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἔνορχοι τὰ ἔνορχ
      γενική τῶν ἐνόρχων τῶν ἐνόρχων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐνόρχοις τοῖς ἐνόρχοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐνόρχους τὰ ἔνορχ
     κλητική ! ἔνορχοι ἔνορχ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐνόρχω τὼ ἐνόρχω
      γεν-δοτ τοῖν ἐνόρχοιν τοῖν ἐνόρχοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ἔνορχος < ἔν- + ὄρχ(ις) + -ος

Επίθετο

ἔνορχος, -ος, -ον

Συγγενικά

 δείτε τη λέξη ὄρχις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.