ἔκνομος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἔκνομος τὸ ἔκνομον οἱ, αἱ ἔκνομοι τὰ ἔκνομα
Γενική τοῦ, τῆς ἐκνόμου τοῦ ἐκνόμου τῶν ἐκνόμων τῶν ἐκνόμων
Δοτική τῷ, τῇ ἐκνόμῳ τῷ ἐκνόμῳ τοῖς, ταῖς ἐκνόμοις τοῖς ἐκνόμοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἔκνομον τὸ ἔκνομον τοὺς, τὰς ἐκνόμους τὰ ἔκνομα
Κλητική ἔκνομε ἔκνομον ἔκνομοι ἔκνομα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἐκνόμω
Γενική-Δοτική ἐκνόμοιν

Ετυμολογία

ἔκνομος < (ἐκ) ἔκ- + νόμ(ος) + -ος < νέμω

Επίθετο

ἔκνομος

  1. εξόριστος
  2. (ελληνιστική κοινή) έκνομος, παράνομος
  3. (ελληνιστική κοινή) τεράστιος, τερατώδης

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.