ἔκνομος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ ἔκνομος | τὸ ἔκνομον | οἱ, αἱ ἔκνομοι | τὰ ἔκνομα |
| Γενική | τοῦ, τῆς ἐκνόμου | τοῦ ἐκνόμου | τῶν ἐκνόμων | τῶν ἐκνόμων |
| Δοτική | τῷ, τῇ ἐκνόμῳ | τῷ ἐκνόμῳ | τοῖς, ταῖς ἐκνόμοις | τοῖς ἐκνόμοις |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν ἔκνομον | τὸ ἔκνομον | τοὺς, τὰς ἐκνόμους | τὰ ἔκνομα |
| Κλητική | ἔκνομε | ἔκνομον | ἔκνομοι | ἔκνομα |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἐκνόμω | |||
| Γενική-Δοτική | ἐκνόμοιν | |||
Επίθετο
ἔκνομος
Πηγές
- ἔκνομος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἔκνομος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.