ἑτερόχροια

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἑτερόχροι αἱ ἑτερόχροιαι
      γενική τῆς ἑτεροχροίᾱς τῶν ἑτεροχροιῶν
      δοτική τῇ ἑτεροχροί ταῖς ἑτεροχροίαις
    αιτιατική τὴν ἑτερόχροιᾰν τὰς ἑτεροχροίᾱς
     κλητική ! ἑτερόχροι ἑτερόχροιαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἑτεροχροί
γεν-δοτ τοῖν  ἑτεροχροίαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἑτερόχροια (ελληνιστική κοινή) < ἑτερόχροος

Ουσιαστικό

ἑτερόχροια, -ας θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.