ποικιλοχρωμία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ποικιλοχρωμία | οι | ποικιλοχρωμίες |
| γενική | της | ποικιλοχρωμίας | των | ποικιλοχρωμιών |
| αιτιατική | την | ποικιλοχρωμία | τις | ποικιλοχρωμίες |
| κλητική | ποικιλοχρωμία | ποικιλοχρωμίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ποικιλοχρωμία < ποικιλόχρωμος + -ία
Μεταφράσεις
ποικιλοχρωμία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.