ἑβδομηκοντοῦτις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἑβδομηκοντοῦτις | οἱ | ἑβδομηκοντούτιδες |
| γενική | τοῦ | ἑβδομηκοντούτιδος | τῶν | ἑβδομηκοντουτίδων |
| δοτική | τῷ | ἑβδομηκοντούτιδῐ | τοῖς | ἑβδομηκοντούτισῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸν | ἑβδομηκοντοῦτιν | τοὺς | ἑβδομηκοντούτιδᾰς |
| κλητική ὦ! | ἑβδομηκοντοῦτι | ἑβδομηκοντούτιδες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἑβδομηκοντούτιδε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἑβδομηκοντουτίδοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἑβδομηκοντοῦτις < ἑβδομηκοντούτης + -ις < αρχαία ελληνική ἑβδομήκοντα + ἔτος
Ουσιαστικό
ἑβδομηκοντοῦτις θηλυκό
Πηγές
- ἑβδομηκοντοῦτις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἑβδομηκοντοῦτις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.