ἐφιαλτικός

Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἐφιαλτικός ἐφιαλτική τὸ ἐφιαλτικόν
      γενική τοῦ ἐφιαλτικοῦ τῆς ἐφιαλτικῆς τοῦ ἐφιαλτικοῦ
      δοτική τῷ ἐφιαλτικ τῇ ἐφιαλτικ τῷ ἐφιαλτικ
    αιτιατική τὸν ἐφιαλτικόν τὴν ἐφιαλτικήν τὸ ἐφιαλτικόν
     κλητική ! ἐφιαλτικέ ἐφιαλτική ἐφιαλτικόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἐφιαλτικοί αἱ ἐφιαλτικαί τὰ ἐφιαλτικᾰ́
      γενική τῶν ἐφιαλτικῶν τῶν ἐφιαλτικῶν τῶν ἐφιαλτικῶν
      δοτική τοῖς ἐφιαλτικοῖς ταῖς ἐφιαλτικαῖς τοῖς ἐφιαλτικοῖς
    αιτιατική τοὺς ἐφιαλτικούς τὰς ἐφιαλτικᾱ́ς τὰ ἐφιαλτικᾰ́
     κλητική ! ἐφιαλτικοί ἐφιαλτικαί ἐφιαλτικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐφιαλτικώ τὼ ἐφιαλτικᾱ́ τὼ ἐφιαλτικώ
      γεν-δοτ τοῖν ἐφιαλτικοῖν τοῖν ἐφιαλτικαῖν τοῖν ἐφιαλτικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ἐφιαλτικός < αρχαία ελληνική Ἐφιάλτης < ἐφιάλτης

Επίθετο

ἐφιαλτικός

  1. (ελληνιστική κοινή) που υποφέρει από εφιάλτες
  2. (ελληνιστική κοινή) δαιμονικός

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.