ἐτυμολογία

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐτυμολογί αἱ ἐτυμολογίαι
      γενική τῆς ἐτυμολογίᾱς τῶν ἐτυμολογιῶν
      δοτική τῇ ἐτυμολογί ταῖς ἐτυμολογίαις
    αιτιατική τὴν ἐτυμολογίᾱν τὰς ἐτυμολογίᾱς
     κλητική ! ἐτυμολογί ἐτυμολογίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐτυμολογί
γεν-δοτ τοῖν  ἐτυμολογίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἐτυμολογία < ἔτυμος + -λογία

Ουσιαστικό

ἐτυμολογία θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.