ἐτησίαι

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἐτησίαι
      γενική τῶν ἐτησίων*
      δοτική τοῖς ἐτησίαις
    αιτιατική τοὺς ἐτησίᾱς
     κλητική ! ἐτησίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐτησί
γεν-δοτ τοῖν ἐτησίαιν
* Εξαίρεση της 1ης κλίσης: τῶν ἐτησίων
 η γενική πληθυντικού δεν τονίζεται στη λήγουσα.
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'νεανίας', Κατηγορία 'νεανίας' όπως «νεανίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἐτησίαι < ἔτος. Ο ενικός ἐτησίας απαντά μόνο στην ελληνιστική κοινή

Ουσιαστικό

ἐτησίαι αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικά

  • ἐτησιάς (θηλυκό επίθετο)
  • ἐτήσιος
  • ἔτος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.