ἐτησίαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |
|---|---|---|
| ονομαστική | οἱ | ἐτησίαι |
| γενική | τῶν | ἐτησίων* |
| δοτική | τοῖς | ἐτησίαις |
| αιτιατική | τοὺς | ἐτησίᾱς |
| κλητική ὦ! | ἐτησίαι | |
| δυϊκός | ||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐτησίᾱ |
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐτησίαιν |
| * Εξαίρεση της 1ης κλίσης: τῶν ἐτησίων η γενική πληθυντικού δεν τονίζεται στη λήγουσα. Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'νεανίας', Κατηγορία 'νεανίας' όπως «νεανίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||
Ετυμολογία
- ἐτησίαι < ἔτος. Ο ενικός ὁ ἐτησίας απαντά μόνο στην ελληνιστική κοινή
Συγγενικά
- ἐτησιάς (θηλυκό επίθετο)
- ἐτήσιος
- ἔτος
Πηγές
- ἐτησίαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐτησίαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.