ἐρυγή
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἐρυγή | αἱ | ἐρυγαί |
| γενική | τῆς | ἐρυγῆς | τῶν | ἐρυγῶν |
| δοτική | τῇ | ἐρυγῇ | ταῖς | ἐρυγαῖς |
| αιτιατική | τὴν | ἐρυγήν | τὰς | ἐρυγᾱ́ς |
| κλητική ὦ! | ἐρυγή | ἐρυγαί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐρυγᾱ́ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐρυγαῖν | ||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἐρυγή < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ἐρυγή, -ῆς θηλυκό
- βρυχηθμός
- (ιατρική) ρέψιμο
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ φυσῶν (De flatibus), 7, p. 100, @scaife.perseus
- ἐρυγαὶ γὰρ γίνονται μετὰ τὰ σιτία καὶ τὰ ποτὰ τοῖσι πλείστοισιν· ἀνατρέχει γὰρ ὁ κατακλεισθεὶς ἀὴρ, ὁκόταν ἀναῤῥήξῃ τὰς πομφόλυγας, ἐν ᾗσι κρύπτεται.
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Γαληνός, De symptomatum differentiis, 5, p.76 @scaife.perseus
- καὶ μὲν δὴ κᾀν ταῖς ἐρυγαῖς ἔστιν εὑρεῖν ταὐτὸ τοῦτο γένος τῶν συμπτωμάτων, ἤτοι καπνώδους, ἢ ὀξώδους, ἢ βρομώδους, ἢ ἰχθυώδους, ἤ τινος ἑτέρας τοιαύτης ποιότητος ἐξοζούσης τῆς ἐρυγῆς. κατὰ δὲ τὰς γευστὰς διαφορὰς αὐτῷ τῷ κάμνοντι τεκμαίρεται τὰ συμπτώματα.
- ≈ συνώνυμα: ἐρευγμός, ἔρευγμα, ἔρυγμα, ἐρυγμός, λατινικά eructatio
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ φυσῶν (De flatibus), 7, p. 100, @scaife.perseus
Πηγές
- ἐρυγή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐρυγή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.