ἐρείψιμος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἐρείψιμος | τὸ | ἐρείψιμον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἐρειψίμου | τοῦ | ἐρειψίμου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἐρειψίμῳ | τῷ | ἐρειψίμῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἐρείψιμον | τὸ | ἐρείψιμον | ||
| κλητική ὦ! | ἐρείψιμε | ἐρείψιμον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἐρείψιμοι | τὰ | ἐρείψιμᾰ | ||
| γενική | τῶν | ἐρειψίμων | τῶν | ἐρειψίμων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἐρειψίμοις | τοῖς | ἐρειψίμοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἐρειψίμους | τὰ | ἐρείψιμᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἐρείψιμοι | ἐρείψιμᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐρειψίμω | τὼ | ἐρειψίμω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐρειψίμοιν | τοῖν | ἐρειψίμοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ἐρείψιμος, -ος, -ον
- (σπάνιο) γκρεμισμένος, που σπάζει σε κομμάτια
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἰφιγένεια ἐν Ταύροις, στίχ. 48 (46-49)
- χθονὸς δὲ νῶτα σεισθῆναι σάλῳ, | φεύγειν δὲ κἄξω στᾶσα θριγκὸν εἰσιδεῖν | δόμων πίτνοντα, πᾶν δ᾽ ἐρείψιμον στέγος | βεβλημένον πρὸς οὖδας ἐξ ἄκρων σταθμῶν.
- σεισμός τη γη τραντάζει· | έφυγα, στάθηκα έξω, και είδα τότε | να πέφτει του σπιτιού η γρηπίδα, η στέγη | να σωριάζεται ολούθε απ᾽ τ᾽ ακροστύλια.
- Μετάφραση (1972) Η Ιφιγένεια στη χώρα των Ταύρων: Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Εστία, 1979:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- χθονὸς δὲ νῶτα σεισθῆναι σάλῳ, | φεύγειν δὲ κἄξω στᾶσα θριγκὸν εἰσιδεῖν | δόμων πίτνοντα, πᾶν δ᾽ ἐρείψιμον στέγος | βεβλημένον πρὸς οὖδας ἐξ ἄκρων σταθμῶν.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἰφιγένεια ἐν Ταύροις, στίχ. 48 (46-49)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ἐρείπω
Πηγές
- ἐρείψιμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐρείψιμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.