ἐρασιπλόκαμος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἐρασιπλόκαμος | τὸ | ἐρασιπλόκαμον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἐρασιπλοκάμου | τοῦ | ἐρασιπλοκάμου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἐρασιπλοκάμῳ | τῷ | ἐρασιπλοκάμῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἐρασιπλόκαμον | τὸ | ἐρασιπλόκαμον | ||
| κλητική ὦ! | ἐρασιπλόκαμε | ἐρασιπλόκαμον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἐρασιπλόκαμοι | τὰ | ἐρασιπλόκαμᾰ | ||
| γενική | τῶν | ἐρασιπλοκάμων | τῶν | ἐρασιπλοκάμων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἐρασιπλοκάμοις | τοῖς | ἐρασιπλοκάμοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἐρασιπλοκάμους | τὰ | ἐρασιπλόκαμᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἐρασιπλόκαμοι | ἐρασιπλόκαμᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐρασιπλοκάμω | τὼ | ἐρασιπλοκάμω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐρασιπλοκάμοιν | τοῖν | ἐρασιπλοκάμοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ἐρασιπλόκαμος, -ος, -ον
- που έχει ωραίες μπούκλες στα μαλλιά, που έχει μπούκλες που σε κάνουν να την ερωτευτείς
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 4. Ἀρκεσιλάῳ Κυρηναίῳ ἅρματι, 137 Επιμ. Boeck, Pindari opera quae supersunt, 1811. (4.136-4.137)
- ἐσσύμενοι δ᾽ εἴσω κατέσταν· τῶν δ᾽ ἀκούσαις αὐτὸς ὑπαντίασεν | Τυροῦς ἐρασιπλοκάμου γενεά·
- Μπήκανε μέσα ορμητικά και πήρανε τη θέση τους, κι εκείνος, ως τους άκουσε, ξεκίνησε να τους προϋπαντήσει, | ο γόνος της ωριόμαλλης Τυρώς.
- Μετάφραση (1994), Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
- ἐσσύμενοι δ᾽ εἴσω κατέσταν· τῶν δ᾽ ἀκούσαις αὐτὸς ὑπαντίασεν | Τυροῦς ἐρασιπλοκάμου γενεά·
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘Ορφικοί ύμνοι, Ὀρφικοὶ ὕμνοι, Ἀδώνιδος, θυμίαμα ἀρώματα, στιχ. 8-9
- Κύπριδος γλυκερὸν θάλος, ἔρνος ἔρωτος, | Φερσεφόνης ἐρασιπλοκάμου λέκτροισι λοχευθείς,
- το γλυκύ τέκνον της Κύπριδος, βλαστάρι του έρωτα, | που γεννήθηκες στα κρεββάτια της Περσεφόνης με τα όμορφα μαλλιά
- Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
- Κύπριδος γλυκερὸν θάλος, ἔρνος ἔρωτος, | Φερσεφόνης ἐρασιπλοκάμου λέκτροισι λοχευθείς,
- ≈ συνώνυμα: ἐρατοπλόκαμος
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 4. Ἀρκεσιλάῳ Κυρηναίῳ ἅρματι, 137 Επιμ. Boeck, Pindari opera quae supersunt, 1811. (4.136-4.137)
Πηγές
- ἐρασιπλόκαμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.