ἐπίσαγμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | ἐπίσαγμᾰ | τὰ | ἐπισάγμᾰτᾰ |
| γενική | τοῦ | ἐπισάγμᾰτος | τῶν | ἐπισαγμᾰ́των |
| δοτική | τῷ | ἐπισάγμᾰτῐ | τοῖς | ἐπισάγμᾰσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸ | ἐπίσαγμᾰ | τὰ | ἐπισάγμᾰτᾰ |
| κλητική ὦ! | ἐπίσαγμᾰ | ἐπισάγμᾰτᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐπισάγμᾰτε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐπισαγμᾰ́τοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἐπίσαγμα < ἐπισάττω
Πηγές
- ἐπίσαγμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐπίσαγμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.