ἐνών

Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἐνών ἐνοῦσ τὸ ἐνόν
      γενική τοῦ ἐνόντος τῆς ἐνούσης τοῦ ἐνόντος
      δοτική τῷ ἐνόντ τῇ ἐνούσ τῷ ἐνόντ
    αιτιατική τὸν ἐνόντ τὴν ἐνούσᾰν τὸ ἐνόν
     κλητική ! ἐνών ἐνοῦσ ἐνόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἐνόντες αἱ ἐνοῦσαι τὰ ἐνόντ
      γενική τῶν ἐνόντων τῶν ἐνουσῶν τῶν ἐνόντων
      δοτική τοῖς ἐνοῦσῐ(ν) ταῖς ἐνούσαις τοῖς ἐνοῦσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς ἐνόντᾰς τὰς ἐνούσᾱς τὰ ἐνόντ
     κλητική ! ἐνόντες ἐνοῦσαι ἐνόντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐνόντε τὼ ἐνούσ τὼ ἐνόντε
      γεν-δοτ τοῖν ἐνόντοιν τοῖν ἐνούσαιν τοῖν ἐνόντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'φυγών' όπως «φυγών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

ἐνών

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.