ἐντιμότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| ἐντῑμοτητ- | |||||
| ονομαστική | ἡ | ἐντιμότης | αἱ | ἐντιμότητες | |
| γενική | τῆς | ἐντιμότητος | τῶν | ἐντιμοτήτων | |
| δοτική | τῇ | ἐντιμότητῐ | ταῖς | ἐντιμότησῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὴν | ἐντιμότητᾰ | τὰς | ἐντιμότητᾰς | |
| κλητική ὦ! | ἐντιμότης | ἐντιμότητες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐντιμότητε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐντιμοτήτοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Πηγές
- ἐντιμότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.