ἐντιμότης

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἐντῑμοτητ-
ονομαστική ἐντιμότης αἱ ἐντιμότητες
      γενική τῆς ἐντιμότητος τῶν ἐντιμοτήτων
      δοτική τῇ ἐντιμότητ ταῖς ἐντιμότησ(ν)
    αιτιατική τὴν ἐντιμότητ τὰς ἐντιμότητᾰς
     κλητική ! ἐντιμότης ἐντιμότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐντιμότητε
γεν-δοτ τοῖν  ἐντιμοτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἐντιμότης < ἔντιμο(ς) + -της < ἐν + τιμή

Ουσιαστικό

ἐντιμότης θηλυκό

  1. τιμή
  2. αξίωμα
  3. αξιοπρέπεια

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.