ἐμφανισμός

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ἐμφανισμός οι ἐμφανισμοί
      γενική του ἐμφανισμού των ἐμφανισμών
    αιτιατική τον ἐμφανισμό τους ἐμφανισμούς
     κλητική ἐμφανισμέ ἐμφανισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἐμφανισμός < ἐμφανίζω

Ουσιαστικό

ἐμφανισμός αρσενικό

  1. εκδήλωση, έκφραση,
  2. πληροφορία, εξήγηση, ερμηνεία
  3. αποκάλυψη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.