ἐκδοχή

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐκδοχή αἱ ἐκδοχαί
      γενική τῆς ἐκδοχῆς τῶν ἐκδοχῶν
      δοτική τῇ ἐκδοχ ταῖς ἐκδοχαῖς
    αιτιατική τὴν ἐκδοχήν τὰς ἐκδοχᾱ́ς
     κλητική ! ἐκδοχή ἐκδοχαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐκδοχᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  ἐκδοχαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἐκδοχή, ήδη τον 6ο/5ο αιώνα < ἐκδέχομαι < ἐκ- + δέχομαι

Ουσιαστικό

ἐκδοχή θηλυκό

  1. αποδοχή, παραλαβή κάποιου πράγματος από κάποιον άλλο, διαδοχή
  2. προσδοκία

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη δέχομαι

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.