ἐγκάθειρκτος

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἐγκάθειρκτος τὸ ἐγκάθειρκτον
      γενική τοῦ/τῆς ἐγκαθείρκτου τοῦ ἐγκαθείρκτου
      δοτική τῷ/τῇ ἐγκαθείρκτ τῷ ἐγκαθείρκτ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἐγκάθειρκτον τὸ ἐγκάθειρκτον
     κλητική ! ἐγκάθειρκτε ἐγκάθειρκτον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἐγκάθειρκτοι τὰ ἐγκάθειρκτ
      γενική τῶν ἐγκαθείρκτων τῶν ἐγκαθείρκτων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐγκαθείρκτοις τοῖς ἐγκαθείρκτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐγκαθείρκτους τὰ ἐγκάθειρκτ
     κλητική ! ἐγκάθειρκτοι ἐγκάθειρκτ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐγκαθείρκτω τὼ ἐγκαθείρκτω
      γεν-δοτ τοῖν ἐγκαθείρκτοιν τοῖν ἐγκαθείρκτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ἐγκάθειρκτος (ελληνιστική κοινή) < ἐγκαθείργω

Επίθετο

ἐγκάθειρκτος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)

  • έγκλειστος, φυλακισμένος
      6ος πκε αιώνας [μεσαιωνικά χφφ] Αίσωπος, Αἰσώπου Μῦθοι, ἀλώπηξ καὶ λέων, 334.1
    ἀλώπηξ θεασαμένη ἐγκάθειρκτον λέοντα καὶ τούτου στᾶσα ἐγγὺς δεινῶς αὐτὸν ὕβριζεν.
    Μια φορά η αλεπού αντίκρισε ένα λιοντάρι που το είχαν φυλακίσει [μέσα στο κλουβί]. Πήγε λοιπόν και στάθηκε κοντά του, εκεί απ᾽ έξω, και βάλθηκε να το περιλούζει με βρισιές.
    Μετάφραση: Κωνσταντάκος, Ιωάννης Μ., Αθήνα: Κίχλη @greeklanguage.gr. Απόσπασμα από το μύθο: Η αλεπού και το λιοντάρι.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.