Ἀχαΐα

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἀχαΐ αἱ Ἀχαΐαι
      γενική τῆς Ἀχαΐᾱς τῶν Ἀχαϊῶν
      δοτική τῇ Ἀχαΐ ταῖς Ἀχαΐαις
    αιτιατική τὴν Ἀχαΐᾱν τὰς Ἀχαΐᾱς
     κλητική ! Ἀχαΐ Ἀχαΐαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀχαΐ
γεν-δοτ τοῖν  Ἀχαΐαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ἀχαΐα < Ἀχαιός + -ία < προελληνική [1]

Κύριο όνομα

Ἀχαΐα θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα
  2. περιοχή της Ελλάδας στην Πελοπόννησο

Συγγενικά

Πηγές

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.