Ἀχαΐα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | Ἀχαΐᾱ | αἱ | Ἀχαΐαι |
| γενική | τῆς | Ἀχαΐᾱς | τῶν | Ἀχαϊῶν |
| δοτική | τῇ | Ἀχαΐᾳ | ταῖς | Ἀχαΐαις |
| αιτιατική | τὴν | Ἀχαΐᾱν | τὰς | Ἀχαΐᾱς |
| κλητική ὦ! | Ἀχαΐᾱ | Ἀχαΐαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἀχαΐᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Ἀχαΐαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ἀχαΐα < Ἀχαιός + -ία < προελληνική [1]
Πηγές
- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press
- Ἀχαΐα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.