Ἀσσυρικός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Ἀσσυρικός | ἡ | Ἀσσυρική | τὸ | Ἀσσυρικόν |
| γενική | τοῦ | Ἀσσυρικοῦ | τῆς | Ἀσσυρικῆς | τοῦ | Ἀσσυρικοῦ |
| δοτική | τῷ | Ἀσσυρικῷ | τῇ | Ἀσσυρικῇ | τῷ | Ἀσσυρικῷ |
| αιτιατική | τὸν | Ἀσσυρικόν | τὴν | Ἀσσυρικήν | τὸ | Ἀσσυρικόν |
| κλητική ὦ! | Ἀσσυρικέ | Ἀσσυρική | Ἀσσυρικόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | Ἀσσυρικοί | αἱ | Ἀσσυρικαί | τὰ | Ἀσσυρικᾰ́ |
| γενική | τῶν | Ἀσσυρικῶν | τῶν | Ἀσσυρικῶν | τῶν | Ἀσσυρικῶν |
| δοτική | τοῖς | Ἀσσυρικοῖς | ταῖς | Ἀσσυρικαῖς | τοῖς | Ἀσσυρικοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | Ἀσσυρικούς | τὰς | Ἀσσυρικᾱ́ς | τὰ | Ἀσσυρικᾰ́ |
| κλητική ὦ! | Ἀσσυρικοί | Ἀσσυρικαί | Ἀσσυρικᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἀσσυρικώ | τὼ | Ἀσσυρικᾱ́ | τὼ | Ἀσσυρικώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | Ἀσσυρικοῖν | τοῖν | Ἀσσυρικαῖν | τοῖν | Ἀσσυρικοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Πηγές
- Ἀσσύριοι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ασσυριακός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.