Ἀργεϊφόντης

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἀργεϊφόντης οἱ Ἀργεϊφόνται
      γενική τοῦ Ἀργεϊφόντου τῶν Ἀργεϊφοντῶν
      δοτική τῷ Ἀργεϊφόντ τοῖς Ἀργεϊφόνταις
    αιτιατική τὸν Ἀργεϊφόντην τοὺς Ἀργεϊφόντᾱς
     κλητική ! Ἀργεϊφόντ Ἀργεϊφόνται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀργεϊφόντ
γεν-δοτ τοῖν  Ἀργεϊφόνταιν
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ἀργεϊφόντης <  δείτε τη λέξη Ἀργειφόντης

Κύριο όνομα

Ἀργεϊφόντης αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.