Ἀργεϊφόντης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Ἀργεϊφόντης | οἱ | Ἀργεϊφόνται |
| γενική | τοῦ | Ἀργεϊφόντου | τῶν | Ἀργεϊφοντῶν |
| δοτική | τῷ | Ἀργεϊφόντῃ | τοῖς | Ἀργεϊφόνταις |
| αιτιατική | τὸν | Ἀργεϊφόντην | τοὺς | Ἀργεϊφόντᾱς |
| κλητική ὦ! | Ἀργεϊφόντᾰ | Ἀργεϊφόνται | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἀργεϊφόντᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Ἀργεϊφόνταιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ἀργεϊφόντης < → δείτε τη λέξη Ἀργειφόντης
Πηγές
- Ἀργεϊφόντης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.