Ἀπήμαντος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἀπήμαντος οἱ Ἀπήμαντοι
      γενική τοῦ Ἀπημάντου τῶν Ἀπημάντων
      δοτική τῷ Ἀπημάντ τοῖς Ἀπημάντοις
    αιτιατική τὸν Ἀπήμαντον τοὺς Ἀπημάντους
     κλητική ! Ἀπήμαντε Ἀπήμαντοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀπημάντω
γεν-δοτ τοῖν  Ἀπημάντοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ἀπήμαντος < ἀπήμαντος

Κύριο όνομα

Ἀπήμαντος αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.