Ἀμισός

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Ἀμισός
      γενική τῆς Ἀμισοῦ
      δοτική τῇ Ἀμισ
    αιτιατική τὴν Ἀμισόν
     κλητική ! Ἀμισέ
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ὁδός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ἀμισός < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Ἀμισός θηλυκό

Κύριο όνομα

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἀμισός οἱ Ἀμισοί
      γενική τοῦ Ἀμισοῦ τῶν Ἀμισῶν
      δοτική τῷ Ἀμισ τοῖς Ἀμισοῖς
    αιτιατική τὸν Ἀμισόν τοὺς Ἀμισούς
     κλητική ! Ἀμισέ Ἀμισοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀμισώ
γεν-δοτ τοῖν  Ἀμισοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ἀμισός αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.