Ἀθηνᾶ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| Ἀθηναα- > Ἀθηνᾶ | ||||
| ονομαστική | ἡ | Ἀθηνάᾱ > Ἀθηνᾶ | ||
| γενική | τῆς | Ἀθηνάᾱς > Ἀθηνᾶς | ||
| δοτική | τῇ | Ἀθηνάᾳ > Ἀθηνᾷ | ||
| αιτιατική | τὴν | Ἀθηνάᾱν > Ἀθηνᾶν | ||
| κλητική ὦ! | Ἀθηνάᾱ > Ἀθηνᾶ | |||
| 1η κλίση, ομάδα 'Ναυσικάα μνᾶ', Κατηγορία 'μνᾶ' όπως «μνᾶ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ἀθηνᾶ < συνηρημένος τύπος του Ἀθηνάα, ή Ἀθηναία, άγνωστης ετυμολογίας. Συγγενές: Η λέξη συναντάται στις μυκηναϊκές πινακίδες της Γραμμικής Β ως 𐀀𐀲𐀙 (a-ta-na) 𐀡𐀴𐀛𐀊 (po-ti-ni-ja) (Αθανα ποτνία: εικάζεται ότι ήταν το όνομα προελληνικής θεάς). Ο Σαντρέν (Chantraine) [1] πιστεύει ότι πρόκειται για μινωική θεότητα που συνδέεται με τη θεά των όφεων που προστάτευε το ανάκτορο.
Κύριο όνομα
Ἀθηνᾶ, -ᾶς θηλυκό
Αναφορές
- Ἀθήνη σελ.27-28 - Chantraine, Pierre Dictionnaire étymologique de la langue grecque. (DELG) [Ετυμολογικό λεξικό της αρχαίας ελληνικής] (στα γαλλικά) Παρίσι: Klincksieck, 1968, Τόμοι 1-4.
Πηγές
- Ἀθηνᾶ, Ἀθήνη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.