Ἀδμήτη

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Ἀδμήτη
      γενική τῆς Ἀδμήτης
      δοτική τῇ Ἀδμήτ
    αιτιατική τὴν Ἀδμήτην
     κλητική ! Ἀδμήτη
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ἀδμήτη < Ἄδμητ(ος) + / ἄδμητος, ἀδμήτη

Κύριο όνομα

Ἀδμήτη θηλυκό
  1. γυναικείο όνομα, θηλυκό του Ἄδμητος
  2. (ελληνική μυθολογία) δύο πρόσωπα της ελληνικής μυθολογίας, η κόρη του Ευρυσθέα καθώς και μία Ωκεανίδα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.