Ἀδμήτη
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | Ἀδμήτη | ||
| γενική | τῆς | Ἀδμήτης | ||
| δοτική | τῇ | Ἀδμήτῃ | ||
| αιτιατική | τὴν | Ἀδμήτην | ||
| κλητική ὦ! | Ἀδμήτη | |||
| 1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ἀδμήτη < Ἄδμητ(ος) + -η / ἄδμητος, ἀδμήτη
Κύριο όνομα
- Ἀδμήτη θηλυκό
-
Αδμήτη στη Βικιπαίδεια

Πηγές
- Ἀδμήτη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.