Ευρυσθέας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Ευρυσθέας | ||
| γενική | του | Ευρυσθέα & Ευρυσθέως | ||
| αιτιατική | τον | Ευρυσθέα | ||
| κλητική | Ευρυσθέα | |||
| Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ευρυσθέας < αρχαία ελληνική Εὐρυσθ(εύς) + -έας
Κύριο όνομα
Ευρυσθέας αρσενικό
-
Ευρυσθέας στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Ευρυσθέας
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.