Ἀδαμάντιος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἀδαμάντιος οἱ Ἀδαμάντιοι
      γενική τοῦ Ἀδαμαντίου τῶν Ἀδαμαντίων
      δοτική τῷ Ἀδαμαντί τοῖς Ἀδαμαντίοις
    αιτιατική τὸν Ἀδαμάντιον τοὺς Ἀδαμαντίους
     κλητική ! Ἀδαμάντιε Ἀδαμάντιοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀδαμαντίω
γεν-δοτ τοῖν  Ἀδαμαντίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ἀδαμάντιος < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Ἀδαμάντιος αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.