Αδαμάντιος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Αδαμάντιος < καθαρεύουσα < αρχαία ελληνική Ἀδαμάντιος. Δείτε ἀδάμας.
Κύριο όνομα
Αδαμάντιος αρσενικό
- (καθαρεύουσα) ανδρικό όνομα, μονοτονική γραφή του Ἀδαμάντιος, ο Διαμαντής
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Αδαμάντιος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.