Ἀγκώνιος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Ἀγκώνιος | ἡ | Ἀγκωνίᾱ | τὸ | Ἀγκώνιον |
| γενική | τοῦ | Ἀγκωνίου | τῆς | Ἀγκωνίᾱς | τοῦ | Ἀγκωνίου |
| δοτική | τῷ | Ἀγκωνίῳ | τῇ | Ἀγκωνίᾳ | τῷ | Ἀγκωνίῳ |
| αιτιατική | τὸν | Ἀγκώνιον | τὴν | Ἀγκωνίᾱν | τὸ | Ἀγκώνιον |
| κλητική ὦ! | Ἀγκώνιε | Ἀγκωνίᾱ | Ἀγκώνιον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | Ἀγκώνιοι | αἱ | Ἀγκώνιαι | τὰ | Ἀγκώνιᾰ |
| γενική | τῶν | Ἀγκωνίων | τῶν | Ἀγκωνίων | τῶν | Ἀγκωνίων |
| δοτική | τοῖς | Ἀγκωνίοις | ταῖς | Ἀγκωνίαις | τοῖς | Ἀγκωνίοις |
| αιτιατική | τοὺς | Ἀγκωνίους | τὰς | Ἀγκωνίᾱς | τὰ | Ἀγκώνιᾰ |
| κλητική ὦ! | Ἀγκώνιοι | Ἀγκώνιαι | Ἀγκώνιᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἀγκωνίω | τὼ | Ἀγκωνίᾱ | τὼ | Ἀγκωνίω |
| γεν-δοτ | τοῖν | Ἀγκωνίοιν | τοῖν | Ἀγκωνίαιν | τοῖν | Ἀγκωνίοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συνώνυμα
Πηγές
- Ἀγκώνιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.