Ανκόνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Ανκόνα | ||
| γενική | της | Ανκόνας | ||
| αιτιατική | την | Ανκόνα | ||
| κλητική | Ανκόνα | |||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ανκόνα < (άμεσο δάνειο) ιταλική Ancona < αρχαία ελληνική Ἀγκών (αντιδάνειο) < ἀγκών < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂enǵʰ-
Προφορά
- ΔΦΑ : /anˈko.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Αν‐κό‐να
- Αγκώνα (παρωχημένη)
-
Ανκόνα στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.