Ἀγκωνίτης

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἀγκωνίτης οἱ Ἀγκωνῖται
      γενική τοῦ Ἀγκωνίτου τῶν Ἀγκωνιτῶν
      δοτική τῷ Ἀγκωνίτ τοῖς Ἀγκωνίταις
    αιτιατική τὸν Ἀγκωνίτην τοὺς Ἀγκωνίτᾱς
     κλητική ! Ἀγκωνῖτ Ἀγκωνῖται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀγκωνίτ
γεν-δοτ τοῖν  Ἀγκωνίταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ἀγκωνίτης < Ἀγκών + -ίτης

Ουσιαστικό

Ἀγκωνίτης αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.