Ἀγαύη
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | Ἀγαύη | αἱ | Ἀγαῦαι |
| γενική | τῆς | Ἀγαύης | τῶν | Ἀγαυῶν |
| δοτική | τῇ | Ἀγαύῃ | ταῖς | Ἀγαύαις |
| αιτιατική | τὴν | Ἀγαύην | τὰς | Ἀγαύᾱς |
| κλητική ὦ! | Ἀγαύη | Ἀγαῦαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἀγαύᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Ἀγαύαιν | ||
| Κανονικά στον ενικό. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ἀγαύη < ἀγαυός (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Κύριο όνομα
- Ἀγαύη θηλυκό ενικός
Πηγές
- Ἀγαύη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.