ἆθλα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |
|---|---|---|
| ονομαστική | τὰ | ἆθλᾰ |
| γενική | τῶν | ἄθλων |
| δοτική | τοῖς | ἄθλοις |
| αιτιατική | τὰ | ἆθλᾰ |
| κλητική ὦ! | ἆθλᾰ | |
| δυϊκός | ||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἄθλω |
| γεν-δοτ | τοῖν | ἄθλοιν |
| 2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||
Ουσιαστικό
ἆθλα ουδέτερο, πληθυντικός
- (ουσιαστικοποιημένο στον πληθυντικό) μέρος που διεξάγονται αγώνες, παλαίστρα
Πηγές
- ἆθλον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.