ἀρταμέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἀρταμέω < ἄρταμ(ος) + -έω
Ρήμα
ἀρταμέω - ἀρταμῶ (συνηρημένο)
- κόβω σε κομμάτια, διαμελίζω, τεμαχίζω
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἠλέκτρα, στίχ. 816 (815-817)
- Ἓν τῶν καλῶν κομποῦσι τοῖσι Θεσσαλοῖς | εἶναι τόδ᾽, ὅστις ταῦρον ἀρταμεῖ καλῶς | ἵππους τ᾽ ὀχμάζει·
- «Καυχιούνται οι Θεσσαλοί πως έχουν | κι αυτό μες στα καλά τους· άλλος ταύρο με τέχνη τον λιανίζει, | άλλος δαμάζει τ᾽ άλογα.
- Μετάφραση (1988): Τάσος Ρούσσος, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών @greek‑language.gr
- Ἓν τῶν καλῶν κομποῦσι τοῖσι Θεσσαλοῖς | εἶναι τόδ᾽, ὅστις ταῦρον ἀρταμεῖ καλῶς | ἵππους τ᾽ ὀχμάζει·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἄλκηστις, στίχ. 494
- ἀλλ᾽ ἄνδρας ἀρταμοῦσι λαιψηραῖς γνάθοις
- Τα δόντια τους ανθρώπους κομματιάζουν.
- Μετάφραση (1972): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
- ἀλλ᾽ ἄνδρας ἀρταμοῦσι λαιψηραῖς γνάθοις
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἠλέκτρα, στίχ. 816 (815-817)
Σύνθετα
- διαρταμέω
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ἄρταμος
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Πηγές
- ἀρταμέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀρταμέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.