ἀρταμέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀρταμέω < ἄρταμ(ος) + -έω

Ρήμα

ἀρταμέω - ἀρταμῶ (συνηρημένο)

Σύνθετα

  • διαρταμέω

Συγγενικά

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.